- επανίστημι
- (AM έπανίστημι Μ και ἐπανιστώ) [ίστημι]παθ. επανίσταμαιγίνομαι αντίπαλος, εξεγείρομαι εναντίον κάποιου, επαναστατώ («καὶ πρῶτον μὲν τῷ δήμῳ ἐπανέστησαν», Θουκ.)μσν.καθιστώαρχ.1. ανεγείρω εκ νέου2. ξεσηκώνω, κινώ σε στάση εναντίον κάποιου («τῷ Ἀκυΐνω τρισχιλίους ἄνδρας ἔκ τινος συσκίου χαράδρας ἐπανίστησιν», Πλούτ.)3. παθ. α) εξεγείρομαι, ξεσηκώνομαι εναντίον κάποιουβ) σηκώνομαι από το κρεβάτιγ) σηκώνομαι όρθιος («ἐπαναστὰς δὲ ἐπὶ τοῡ καταστρώματος ἐσκόπει τοὺς αὑτοῡ ἐπιτηδείους», Ξεν.)δ) σηκώνομαι μετά από κάποιον ή με τη διαταγή κάποιουε) σηκώνομαι για να μιλήσω («ἐπαναστὰς δ' ὁ Φιλοκράτης... ἔφη», Δημοσθ.)4. (για κτίσματα) υψώνομαι πάνω από μια επιφάνεια, εγείρομαι, ιδρύομαι5. (για όγκο ή οίδημα) πρήζομαι6. προεξέχω, προβάλλω7. (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ ἐπανεστεῶτες ιων. τ.οι επαναστάτες8. φρ. «ἐπανίσταμαι τυραννεῑν» — επαναστατώ για να γίνω τύραννος9. μέσ. ἐπανίσταμαιξεσηκώνω, διεγείρω ερωτικά.
Dictionary of Greek. 2013.